παραγώγιον

παραγώγιον
παραγώγιον
toll levied on ships visiting a port
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραγώγιον — τὸ, ΜΑ μσν. πηγή ή πηγάδι αρχ. λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • παραγωγιάζω — Α [παραγώγιον] απαιτώ ή εισπράττω λιμενικό φόρο από τα πλοία που διέρχονται από λιμάνι μου («ἀποστῆναι τοῡ παραγωγιάζειν τοὺς πλέοντας εἰς τὸν Πόντον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”